μουνοπάλης

μουνοπάλης
μονοπάλη
simple wrestling
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονοπάλης — μονοπάλης, ιων. τ. μουνοπάλης, ὁ (Α) αυτός που νικά μόνο στην πάλη και όχι σε άλλα αγωνίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάλης (< πάλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”